Η μιτροειδής βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ του αριστερού κόλπου και της αριστερής κοιλίας της καρδιάς. Όταν λειτουργεί ορθά επιτρέπει τη ροή οξυγονωμένου αίματος από τον αριστερό κόλπο στην αριστερά κοιλία προκειμένου το αίμα να προωθηθεί σε όλο το σώμα δια της αορτικής βαλβίδας. Ταυτόχρονα, εμποδίζει την παλινδρόμηση του αίματος – κατά τη συστολή της καρδιάς -πίσω στον κόλπο και στους πνεύμονες κλείνοντας στεγανά.
Δομικά αποτελείται από δύο γλωχίνες (πτυχές) και από τις τενόντιες χορδές που συγκρατούν τις γλωχίνες δίνοντας την εικόνα αλεξίπτωτου, επιτρέποντας έτσι στη βαλβίδα να ανοιγοκλείνει με ένα περίτεχνο μηχανισμό.
Σε αυτή την περίπτωση η βαλβίδα δεν κλείνει στεγανά και επιτρέπει στο αίμα να παλινδρομεί προς τους πνεύμονες κατά τη συστολή της αριστερής κοιλίας. Η ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να οφείλεται σε πρόπτωση των γλωχίνων της ή και ρήξη των χορδών αυτής. Η ενδοκαρδίτιδα (λοίμωξη των βαλβίδων της καρδιάς), το έμφραγμα του μυοκαρδίου , μυοκαρδιοπάθεια ακόμα και ένας τραυματισμός μπορεί να προκαλέσουν ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας.
Ο ασθενής με ανεπάρκεια μιτροειδούς μπορεί να παραμένει χρόνια ασυμπτωματικός και να μη γνωρίζει για την πάθησή του. Τα συμπτώματα μπορεί να εκδηλωθούν στην πορεία της νόσου και περιλαμβάνουν τη δύσπνοια, την εύκολη κόπωση αλλά και αρρυθμίες –αίσθημα παλμών και οιδήματα (πρήξιμο) στα πόδια.
Στη στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας, οι πτυχές της βαλβίδας παχύνοται και γίνονται σκληρές και άκαμπτες με αποτέλεσμα να μην ανοιγοκλείνουν καλά. Διαταράσσεται έτσι, η ομαλή ροή του αίματος δια της μιτροειδούς βαλβίδας . Συνηθέστερη αιτία στένωσης είναι ο ρευματικός πυρετός.
Τα συμπτώματα που εμφανίζονται περιλαμβάνουν δύσπνοια, βήχας, κόπωση, αρρυθμία, στηθάγχη.
Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει την επιδιόρθωση ή την αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας.
Η βαλβιδοπλαστική, όπως αποκαλείται η επιδιόρθωση της μιτροειδούς βαλβίδας αποτελεί επέμβαση εκλογής εφόσον η βαλβίδα μπορεί να επιδιορθωθεί. Έπειτα από ενδελεχή έλεγχο και εκτίμηση της βαλβίδας διεγχειρητικά, αφαιρούνται τμήματά ή χορδές όπου απαιτείται και αντικαθίσταται προκειμένου να αποκατασταθεί η στεγανότητα της βαλβίδας. Ο ασθενής διατηρεί τη φυσική του βαλβίδα εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμα καλύτερη καρδιακή λειτουργία και συνεπώς μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης. Δε χρειάζεται να λαμβάνει αντιπηκτική αγωγή και ο κίνδυνος θρομβοεμβολών και βαλβιδικών λοιμώξεων – ενδοκαρδίτιτδας- είναι πολύ μικρότερος.
Σε περιπτώσεις που η βαλβίδα δεν μπορεί να επιδιορθωθεί ή είναι πολύ ασβεστοποιημένη απαιτείται αντικατάσταση της με προσθετική. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί βιολογική ή μηχανική βαλβίδα.
Το πλεονέκτημά της είναι ότι παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο και προτείνεται σε ασθενείς νεαρότερους των 60 ετών. Απαιτείται όμως φαρμακευτική αγωγή με αντιπηκτικά (sintrom) για το υπόλοιπο της ζωής μας, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο αιμορραγίας.
Δεν απαιτείται να λαμβάνουμε αντιπηκτική αγωγή και συνεπώς δεν υπάρχει κίνδυνος αιμορραγίας. Ωστόσο, οι βιοπροσθετικές βαλβίδες μπορεί να αλλοιωθούν μετά από 15 περίπου χρόνια. Προτιμάται συνήθως σε ασθενείς άνω των 65 ετών.
Η απόφαση για τον καλύτερο χρόνο πραγματοποίησης της επέμβασης λαμβάνεται βάσει της συμπτωματολογίας του ασθενούς όπως δύσπνοια, εύκολη κόπωση, εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής, αλλά και των απεικονιστικών ευρημάτων στο υπερηχογράφημα καρδίας, όπως η αύξηση των διαστάσεων του αριστερού κόλπου.
Οι επεμβάσεις αυτές, μέχρι πρόσφατα, πραγματοποιούνταν μόνο με μέση στερνοτομή και τη χρήση της εξωσωματικής κυκλοφορίας προκειμένου να γίνει η επιδιόρθωση ή αντικατάσταση της βαλβίδας.
Τα τελευταία χρόνια προσφέρεται όμως και η ενδοσκοπική μέθοδος, υποβοηθούμενη με κάμερα. Σε αυτή την περίπτωση πραγματοποιείται μια μικρή θωρακοτομή λίγων εκατοστών κάτω από το μαστό και με τη βοήθεια της κάμερας και ειδικού υλικοτεχνικού εξοπλισμού μπορούμε να έχουμε άριστη προσπέλαση στη μιτροειδή βαλβίδα προκειμένου να την επιδιορθώσουμε ή να την αντικαταστήσουμε.
Έτσι απολαμβάνουμε πλεονεκτήματα όπως:
Με όποιο τρόπο σας εξυπηρετεί
Η τριγλώχινα βαλβίδα βρίσκεται στο εσωτερικό της καρδιάς και χωρίζει το δεξιό κόλπο από τη δεξιά κοιλία, από όπου το αίμα διοχετεύεται στη συνέχεια στους πνεύμονες.
Όταν η τριγλώχινα βαλβίδα δεν κλείνει στεγανά και το αίμα παλινδρομεί από τη δεξιά κοιλία στο δεξί κόλπο, λέμε ότι έχουμε ανεπάρκεια της τριγλώχινας βαλβίδας. Κλινικά μπορεί να εκδηλωθεί συνηθέστερα με αίσθημα δύσπνοιας και οιδήματα στα κάτω άκρα.
Συχνά η ανεπάρκεια της τριγλώχινας μπορεί να εκδηλωθεί ταυτόχρονα και με την ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας. Κύριες αιτίες ανεπάρκειας της μπορεί να είναι η πνευμονική υπέρταση, η ενδοκαρδίτιδα αλλά ακόμα και αμβλύ τραύμα.
Στην περίπτωση που η τριγλώχινα βαλβίδα το δεν ανοίγει καλά ή έχει μικρό μέγεθος, το αίμα δεν προωθείται απρόσκοπτα από το δεξιό κόλπο στη δεξιά κοιλία και λέμε ότι πρόκειται για στένωση της τριγλώχινας βαλβίδας. Συνηθέστερη αιτία στένωσης της τριγλώχινας βαλβίδας είναι ο ρευματικός πυρετός.
Η διάγνωση της ανεπάρκειας αλλά και της στένωσης της τριγλώχινας βαλβίδα μπορεί να γίνει με υπερηχογράφημα καρδιάς.
Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει την επιδιόρθωση ή την αντικατάσταση της τριγλώχινας βαλβίδας.
Η βαλβιδοπλαστική, όπως αποκαλείται η επιδιόρθωση της τριγλώχινας βαλβίδας αποτελεί επέμβαση εκλογής στις περισσότερες περιπτώσεις. Σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιδιορθωθεί, απαιτείται αντικατάσταση της με προσθετική – βιολογική ή μηχανική βαλβίδα.
Η επέμβαση αποκατάστασης της τριγλώχινας βαλβίδας εκτελείται πλέον ενδοσκοπικά με τη βοήθεια κάμερας και μικρή τομή, χωρίς να είναι απαραίτητη η μέση στερνοτομή. Ο ασθενής έτσι απολαμβάνει τα οφέλη από μια ελάχιστα επεμβατική παρέμβαση, όπως και στις επεμβάσεις μιτροειδούς βαλβίδας.
Επικοινωνήστε με την ιατρό με όποιο τρόπο σας εξυπηρετεί. Τα πεδία της φόρμας με αστερίσκο είναι υποχρεωτικά.